ἅπας

ἅπας
ἅπας
Grammatical information: adj.
Meaning: `quite all, the whole' (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἁ- (cf. εἶς) and πᾶς, q. v.
Page in Frisk: 1,118

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άπας — άπασα, άπαν (AM ἅπας ( ντος), ἅπασα, ἅπαν) όλος, ολόκληρος, όλος μαζί, πληθ. όλοι, όλοι μαζί νεοελλ. φρ. 1. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπαντα όλα τα έργα ενός συγγραφέα ως σύνολο 2. «εξ άπαντος» οπωσδήποτε, χωρίς άλλο 3. «στον αιώνα τον άπαντα»… …   Dictionary of Greek

  • ἅπας — ἅπᾱς , ἅπας sṃ masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸν γάρ οὐκ ὅντα ἂπας εἴωθεν ἐπαινεῖν. — τὸν γάρ οὐκ ὅντα ἂπας εἴωθεν ἐπαινεῖν. См. Покойника не поминай лихом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὡς ἃπας μὲν λόγος ἂν ἀπῇ τὰ πράγματα ματαῖον τε φαίνεται καὶ κεινόν. — См. Не спеши языком, торопись делом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἅπαντα — ἅπας sṃ neut nom/voc/acc pl ἅπας sṃ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπάντων — ἅπας sṃ masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅπαις — ἅπας sṃ masc nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅπαν — ἅπας sṃ neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅπαντας — ἅπας sṃ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅπαντες — ἅπας sṃ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅπαντι — ἅπας sṃ masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”